- εκπωματίζω
- (Μ ἐκπωματίζω)αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβουλλώνω — 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω 2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα») 3. αποσφραγίζω επιστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βουλλώνω] … Dictionary of Greek
ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω … Dictionary of Greek